ανακούκουρδα

ανακούκουρδα
ανακούκουρδα και ανακούρκουδα επίρρ. τροπ., με λυγισμένα τα γόνατα: Κάθισε λίγη ώρα ανακούκουρδα κι ύστερα έφυγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… …   Dictionary of Greek

  • ανασκούμπουρδα — επίρρ. τροπ., σταυροπόδι, ανακούκουρδα: Κάθισαν ανασκούμπουρδα κι έφαγαν κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”